
Μια διαφορετική ερμηνεία στην πολιτική του Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ όσον αφορά τους δασμούς δίνει ο καθηγητής Οικονομικών Κοσμάς Μαρινάκης στο νέο βίντεο που δημοσίευσε στο δημοφιλές κανάλι του στο YouTube Greekonomics, εξηγώντας γιατί η «θεωρία του τρελού» αποτελεί το θεμέλιο της διαπραγματευτικής τακτικής του Αμερικανού Προέδρου.
Σύμφωνα με την «θεωρία του τρελού» το να συμπεριφέρεται κανείς μη ορθολογικά, είναι δυνατόν (σε κάποιες περιπτώσεις) να του προσφέρει σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα σε μία διαπραγμάτευση. Έτσι, αν οι αντίπαλοί του πιστέψουν ότι είναι ικανός να προβεί σε ακραίες τακτικές – ακόμη και φαινομενικά αυτοκαταστροφικές – τότε είναι πολύ πιθανό να υποχωρήσουν για να αποφύγουν τα χειρότερα.
Σύμφωνα με τον καθηγητή, αυτή η τακτική βρίσκεται πίσω από πολλές αμφιλεγόμενες επιλογές του κ. Τραμπ, σε ένα ευρύ φάσμα των διεθνών σχέσεων των ΗΠΑ. Η επιβολή δασμών, οι ξαφνικές ανατροπές συμφωνιών, και οι απειλές περί απόσυρσης στρατιωτικής υποστήριξης σε συμμάχους δεν είναι απλώς παρορμητικές κινήσεις, αλλά μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής, που επιδιώκει να ενισχύσει τη διαπραγματευτική ισχύ της Αμερικής μέσω της απειλής του απρόβλεπτου.
Το ιστορικό πείραμα του Νίξον και το μήνυμα που δεν έφτασε ποτέ
Η πλέον χαρακτηριστική – και αποτυχημένη – εφαρμογή της «θεωρίας του τρελού» έγινε από τον Ρίτσαρντ Νίξον, όταν τον Οκτώβριο του 1969 έστειλε 18 βομβαρδιστικά με θερμοπυρηνικές βόμβες κοντά στα Σοβιετικά σύνορα χωρίς πραγματική πρόθεση επίθεσης. Ο στόχος του ήταν να πείσει τους Σοβιετικούς για την εμμονή του να τερματιστεί ο πόλεμος του Βιετνάμ, ώστε αυτοί με τη σειρά τους να πιέσουν τους συμμάχους τους στο Βόρειο Βιετνάμ να συνθηκολογήσουν. Ωστόσο, οι Σοβιετικοί γνωρίζοντας πως ο τότε Αμερικανός Πρόεδρος κάθε άλλο παρά «τρελός» ήταν, περίμεναν υπομονετικά να τελειώσει η επίδειξη δύναμης των ΗΠΑ και η επιχείρηση «Giant Lance» – όπως ονομάσθηκε – ολοκληρώθηκε άδοξα.
Επικοινωνία πάνω απ’ όλα
Η σημαντικότερη ίσως διαφοροποίηση του Προέδρου Τραμπ από τον Νίξον, είναι η επικοινωνιακή του δεινότητα. Όπως υπογραμμίζει στο βίντεο ο Δρ. Μαρινάκης, ο κ. Τραμπ σπάνια αφήνει το κοινό του να αναρωτιέται τι εννοεί. Τα μηνύματά του, όσο παράλογα και να ακούγονται, είναι πάντοτε ξεκάθαρα. Είτε αποκαλεί τον Πρόεδρο της Βόρειας Κορέας, Κιμ Γιονγκ Ουν, «Ρουκετάκια» (rocketman) και μετά λέει «έχουμε αγαπήσει ο ένας τον άλλον», είτε απειλεί να αποσύρει τις ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας. Αυτό το επικοινωνιακό χάρισμα του επιτρέπει να πείθει την άλλη πλευρά ότι είναι ικανός να υλοποιήσει τις απειλές του – κάτι που ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα στον αποτυχημένο ελιγμό του Νίξον.
Οι δασμοί μέρος της «μπλόφας» ή απώτερος σκοπός;
Το κύριο σημείο εφαρμογής της «θεωρίας του τρελού» στην προεδρία Τραμπ, είναι οι δασμοί. Καλούμενος να αντιμετωπίσει το τερατώδες έλλειμα στο εμπορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ, ο Αμερικανός Πρόεδρος επέβαλε δυσθεώρητους φόρους σε εισαγόμενα προϊόντα από την Κίνα, την Ευρώπη και τις λοιπές χώρες. Αν λάβουμε υπόψη, ωστόσο, την εξάρτηση της Αμερικής σε βασικά αγαθά που παράγονται σε άλλες αγορές, καθώς και τον τρόπο που οι δασμοί αυτοί υπολογίστηκαν, προκύπτει το συμπέρασμα πως σκοπός ήταν περισσότερο να τρομάξουν τους εμπορικούς εταίρους της Αμερικής παρά να μειώσουν το εμπορικό έλλειμμά της. Να πειστούν, δηλαδή, οι άλλες χώρες ότι ο κ. Τραμπ είναι διατεθειμένος να υποστεί κάθε κόστος για να καταστήσει το διεθνές status quo επισφαλές, ώστε οι εμπορικοί του εταίροι να επιλέξουν τη διαπραγμάτευση υπό τους δικούς του όρους.
Πίσω όμως από τον εμπορικό πόλεμο, ορισμένοι οικονομικοί αναλυτές – και ο ίδιος ο κ. Μαρινάκης – εκτιμούν πως οι δασμοί δεν ήταν αυτοσκοπός του Αμερικανού Προέδρου, αλλά απλώς ένα εργαλείο. Ο απώτερος στόχος, όπως φαίνεται, ήταν να ασκήσει πίεση στους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ να συνάψουν μαζί τους συναλλαγματικές συμφωνίες, που θα επιτρέψουν στην Αμερική να υποτιμήσει μονομερώς το δολάριο — κάτι που θα ενίσχυε τις αμερικανικές εξαγωγές και θα αποκαθιστούσε σταδιακά τη χαμένη ανταγωνιστικότητα της εγχώριας βιομηχανίας.
Τελικά, θα πετύχει;
Η στρατηγική που έχει υιοθετήσει ο κ. Τραμπ έχει ένα σημαντικό μειονέκτημα: ο Πρόεδρος των ΗΠΑ φαίνεται πως χάνει, ολοένα και περισσότερο, την αξιοπιστία του ως εταίρος. Όπως αναφέρει στο Greekonomics η Δρ. Ροζάν Μακμάνους καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Pen State των ΗΠΑ, για να μπορέσει κανείς να χρησιμοποιήσει τη «θεωρία του τρελού» ως διαπραγματευτικό εργαλείο, θα πρέπει να επιτύχει μια λεπτή ισορροπία μεταξύ δύο αντικρουόμενων στόχων: αφενός, να πείσει τον αντίπαλο του ότι είναι αρκετά απρόβλεπτος ώστε να τον φοβάται, και αφετέρου, να μη φανεί τόσο ασταθής, για να μπορεί τελικώς ο αντίπαλός του να τον εμπιστευτεί για την τήρηση κάποιας μελλοντικής συμφωνίας. Σε αυτό το σημείο, ο κ. Τραμπ φαίνεται να αποτυγχάνει, καθώς οι κινήσεις του δεν είναι απλώς ακραίες, αλλά συχνά αλλοπρόσαλλες. Στην περίπτωση των δασμών, για παράδειγμα, η επιβολή τους ουσιαστικά ακύρωσε εμπορικές συμφωνίες με τον Καναδά και το Μεξικό — που ο ίδιος ο κ. Τραμπ είχε προηγουμένως διαπραγματευτεί και παρουσιάσει ως επιτυχίες.
Επιπλέον, ολοένα και περισσότερες χώρες φαίνεται να έχουν βρει αποτελεσματικούς τρόπους να διαπραγματεύονται ενάντια στην «θεωρία του τρελού» που εφαρμόζει ο κ. Τραμπ. Αυτό φάνηκε όχι μόνο στην εμπορική κόντρα με την Κίνα, αλλά και σε μια σειρά από γεωπολιτικές διενέξεις, οπού οι εντυπωσιακές νίκες του Αμερικανού Προέδρου, με την πάροδο του χρόνου μετατράπηκαν σε ήττες – όπως συνέβη με την εκεχειρία στη Μέση Ανατολή, την διαπραγμάτευση με το Ιράν και την Βόρεια Κορέα, ή την δολοφονία–Κασόγκι.
Ένα άλλο κρίσιμο στοιχείο που αναδεικνύεται στο βίντεο είναι η δυσκολία εφαρμογής αυτής της στρατηγικής σε μια δημοκρατική χώρα με ανεξάρτητους θεσμούς. Όπως σημειώνει ο κ. Μαρινάκης, οι θεσμοί στις ΗΠΑ —από το Κογκρέσο μέχρι τα Δικαστήρια— υπάρχουν ακριβώς για να περιορίζουν την εξουσία ενός ατόμου που λειτουργεί αυθαίρετα. Όσο και αν προσπαθεί να προβάλει το προφίλ του «αντισυστημικού», ο κ. Τραμπ αναγκάστηκε πολλές φορές να δει τις στρατηγικές του να ακυρώνονται από τα θεσμικά όργανα.
Η «θεωρία του τρελού» ως πολιτική αδυναμία
Στον επίλογο του βίντεο, ο κ. Μαρινάκης επισημαίνει πως αυτού του είδους οι πολιτικές μπορούν να δώσουν προσωρινό πλεονέκτημα, αλλά σπάνια συνοδεύονται από μακροπρόθεσμα κέρδη. Ο καθηγητής αναφέρει πως «οι μεγαλύτερες συμφωνίες ιστορικά δεν έχουν προκύψει από απειλές, αλλά από συνέργειες, αμοιβαία κίνητρα και κοινούς στόχους». Αυτές οι συμφωνίες τηρούνται επειδή εξυπηρετούν τα συμφέροντα όλων, όχι επειδή ο ένας φοβάται τον άλλον. Η ηγεσία σε παγκόσμιο επίπεδο δεν μετριέται με το πόσο σε φοβούνται οι άλλοι, αλλά με το πόσο θέλουν να σε ακολουθήσουν – και αυτό δεν κερδίζεται με διαπραγματευτικά τρυκ αλλά με συνέχεια, συνέπεια, και αξιοπιστία.