Του Βαγγέλη Γεωργίου
Η δύναμη και η ομορφιά είναι τα αγαθά της νεότητας, ενώ το άνθος των γηρατειών είναι η σωφροσύνη, έλεγε ο Δημόκριτος. Ύστερα, όμως από 2.500 χρόνια, υποτίθεται ότι θα έπρεπε να κυριαρχεί η πρόνοια για να “φροντίζει” την ομορφιά και τη σωφροσύνη των δύο παραπάνω. Με τους μισούς Έλληνες να έχουν εν ζωή τους ηλικιωμένους γονείς τους, ποια είναι η γνώμη της ελληνικής κοινωνίας για τους συνανθρώπους τρίτης ηλικίας;
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Τρίτης Ηλικίας, η νέα πανελλαδική έρευνα της Prorata παρουσιάζει τις αντιλήψεις των Ελλήνων για τους ηλικιωμένους -αν και αυτή η κατηγορία πλέον υποδιαιρείται- καθώς και τις ανάγκες τους, ιδωμένες τόσο από τον γενικό πληθυσμό, όσο και από τους ίδιους τους ανθρώπους άνω των 65 ετών.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 827 ατόμων, ηλικίας 17 ετών και άνω, το χρονικό διάστημα 28-29 Σεπτεμβρίου.
Παιδιά και ηλικιωμένοι οι πιο παραμελημένοι
Σε μια συγκυρία που η νεανική βία βρίσκεται σε έξαρση την Ελλάδα, το 43% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι τα παιδιά και οι έφηβοι τυγχάνουν της λιγότερης προσοχής από τη κοινωνία, ενώ τα Άτομα με Ειδικές Ανάγκες (ΑΜΕΑ) έρχονται δεύτερα (27%) και ηλικιωμένοι τρίτοι (20%).
Σύμφωνα με ειδικούς επιστήμονες οι απαντήσεις αυτές αποτυπώνουν την ελληνική πραγματικότητα.
«Για τα παιδιά και τους έφηβους το θεωρώ πολύ λογικό που είναι πρώτοι γιατί ξέρουμε -με τα καινούργια περιστατικά βίας- ότι θα χρειαστούν αλλαγές και περαιτέρω φροντίδα και στην εκπαίδευση», λέει η Δέσποινα Μωραϊτου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Γνωστικής Γηροψυχολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας. του Αριστοτέλειο Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
«Βλέπω ότι και τα ΑΜΕΑ έχουν ένα ποσοστό, αλλά στην πραγματικότητα οι ηλικιωμένοι και οι υπερήλικες είναι μέσα και σε αυτή την ομάδα, οι περισσότεροι από αυτούς είναι άτομα με αναπηρία, είτε θα είναι από καρκίνο, είτε θα είναι από εγκεφαλικό είτε θα είναι από άνοια κτλ». Οπότε για την ίδια οι ηλικιωμένοι «είναι πολύ ψηλά στη πραγματικότητα στη γνώμη του κόσμου ότι δηλαδή λείπει η σημασία που θα έπρεπε να δώσουμε στις ομάδες αυτές των ανθρώπων μεγάλης ηλικίας με τις προκλήσεις που βιώνουν».
Από την πλευρά της, η Αναστασία Ζήση, καθηγήτρια Ψυχολογίας με ειδίκευση στην «Κοινότητα & Ψυχική Υγεία» του Πανεπιστήμιο Αιγαίου, υπογραμμίζει και η ίδια ότι οι απαντήσεις ανταποκρίνονται στην πραγματικόητα, «διότι οι ηλικιωμένοι και στην ελληνική κοινωνία έχουν μια ιδιαίτερα ενεργό παρουσία, μια ιδιαίτερη κοινωνική και οικονομική συμβολή στα ελληνικά νοικοκυριά, είναι μέλη μιας εκτεταμένης οικογένειας που είναι το κύριο μοντέλο της ελληνικής κοινωνίας». Επομένως, για την ίδια, οι ηλικιωμένοι «έχουν μια καλή ορατότητα και μια θα έλεγα συναισθηματική ένταξη στην ελληνική κοινωνία επομένως, αυτό το ποσοστό δείχνει ότι έχουν μια σχετικά καλή προσοχή».
Βέβαια συμφωνεί και η ίδια ότι αυτά που ζούμε σήμερα μέσω της επικαιρότητας η οποία αποτυπώνει μια σκληρή καθημερινότητα των παιδιών και των εφήβων, με τη διάχυτη βία στην ελληνική κοινωνία, είναι πολύ κοντά στο ποσοστό 43%. «Πραγματικά τόσο θεσμικά όσο και σε επίπεδο προσωπικής φροντίδας είναι αποστερημένα της θεσμικής αλλά και πιο στενής προσοχής τα παιδιά και έφηβοι».
Πρόσβαση στην υγεία το μεγαλύτερο πρόβλημα
Σχεδόν οι 4 στους 10 θεωρούν ότι η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι άνω άνω των 65 συνάνθρωποι είναι η προβληματική πρόσβαση στην υγεία, με την οικονομική ανασφάλεια να ακολουθεί κατά 34% και την μοναξιά κατά 21%.
«Αυτό πράγματι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα» λέει η κα. Ζήση «γιατί γνωρίζουμε πολύ καλά ότι έχουμε πολλούς δήμους και πολλές κοινότητα στην επικράτεια που κυρίως ο πληθυσμός είναι ηλικιωμένοι που δεν έχουν καμία πρόσβαση σε υπηρεσίες φροντίδας, με εξαίρεση βοήθεια στο σπίτι. Καμία άλλη υγειονομική υπηρεσία δεν είναι διαθέσιμη σε αρκετά μέρη της Ελλάδα, όπως είναι οι αγροτικές κοινωνίες, όπως είναι οι νησιωτικές κοινωνίες, αποκομμένες από τη σύνδεση των λεωφορείων, αποκομμένες από την πρόσβαση ή με Κέντρα Υγείας τα οποία είναι υποστελεχωμένα. Επομένως είναι η σκληρή όψη της πραγματικότητας, οι ηλικιωμένοι στην ελληνική επικράτεια να είναι αποκομμένοι από τα δίκτυα της θεσμικής φροντίδας».
Σχετικά με την οικονομική ανασφάλεια, η κα. Μωραϊτου θεωρεί αναμενόμενο το ποσοστό. «Σίγουρα θα πρέπει να εξασφαλίζεται μια καλή σύνταξη τώρα όσον είναι αυτό δυνατόν, ανάλογα και με τα οικονομικά του κράτους και ανάλογα τι δυνατότητες θα έχουν οι νέες γενιές να δουλεύουν για να εξασφαλίζουν τη σύνταξη των ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας. Εδώ βέβαια το επιχείρημα των ανθρώπων τρίτης ηλικίας είναι ότι “εμείς δουλέψαμε και πληρώσαμε, δεν είναι ότι κάτι το οποίο το ζητάμε”. Ξέρουμε όμως ότι αυτά δίνονται μακροπρόθεσμα, οπότε πρέπει να μπαίνουν νέες ηλικιακές ομάδες στην εργασία».
Σχολιάζοντας η κα Μωραϊτου το 21% -που θεωρεί τη μοναξιά των ηλικιωμένων το μεγαλύτερο αγκάθι- υπογραμμίζει ότι δεν θα περίμενε μεγαλύτερο ποσοστό, καθώς ακόμα στην Ελλάδα υπάρχει ο παραδοσιακός ρόλος της οικογένειας. «Ως έναν βαθμό ακόμα η οικογένεια καλύπτει τον άνθρωπο μεγάλης ηλικίας. Δηλαδή τα παιδιά του, τα εγγόνια είναι σε επαφή ακόμα. Όσο αυτό αλλάζει και γινόμαστε περισσότερο «δυτικοευρωπαίοι» ας πούμε, ίσως και λόγω των αναγκών της ζωής, νομίζω ότι θα χειροτερέψει δεν πάρουμε κάποια μέτρα. Αυτό περισσότερο από τους 80 και άνω».
Ουραγός της Ευρώπης η Ελλάδα λένε οι 4 στους 5
Το 75% των ερωτηθέντων έχουν πολύ κακή γνώμη για την κρατική πρόνοια όσον αφορά την διαχείριση των ηλικιωμένων, ενώ ένα 16% απαντάει ότι οι ηλικιωμένοι τυγχάνουν όχι καλής αντιμετώπισης όπως και στις περισσότερες χώρες.
«Η Ελλάδα σίγουρα είναι χειρότερη από κάποιες χώρες στην Ευρώπη» σημειώνει η κα Μωραϊτου, τονίζοντας όμως πως το 16% προσεγγίζει περισσότερο την αλήθεια. «Γιατί υπάρχουν χώρες της Ευρώπης που δεν γίνεται σχεδόν τίποτα. Είμαστε χαμηλά. Νομίζω ότι οι βόρειες χώρες είναι καλύτερες αυτή τη στιγμή, -πχ Σουηδία, Νορβηγία, Φινλανδία- στις δομές και υπηρεσίες που προφέρουν στους μεγαλύτερους ανθρώπους. Νομίζω ότι η Ελλάδα που έχει πολύ ήλιο, πρέπει να πάει και προς το αμερικανικό μοντέλο, με χωριά τα οποία είναι κατασκευασμένα ειδικά για ανθρώπους μεγαλύτερων ηλικιών, που θα είναι εκεί σαν να κάνουν διακοπές. Αυτό, όμως, προϋποθέτει ότι θα έχουν λεφτά να πληρώσουν» αλλά απέχουμε πολύ από αυτό το μοντέλο, τονίζει.
Ειδικά για την υγειονομική φροντίδα των ηλικιωμένων η κα Ζήση υπενθυμίζει ότι η χώρα μας είναι στην χειρότερη θέση στις χώρες του ΟΟΣΑ όσον αφορά την επένδυση που γίνεται για τη φροτνίδα των ηλικιωμένων ατόμων.
Οι 6 στους 10 θα επέλεγαν γηροκομείο για τους γονείς, υπό συνθήκες
Στην ερώτηση που καλούνται να αντιμετωπίσουν εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, δηλαδή την γηροκόμηση των γονιών τους σε κάποια δομή, το 58% απαντάει θετικά, υπό την συνθήκη όμως ότι η υγεία τους να ήταν πολύ άσχημη, ώστε να χρειάζονται ειδικοί και να το επιθυμεί και ο γονέας. Ο 1 στους 4 πάντως είναι κάθετα αρνητικός σε μια τέτοια επιλογή για τον γονιό του. Ένα 16% θα το θεωρούσε εξαιρετική επιλογή, δίχως πολλές επιφυλάξεις.
Αυτό το μεγάλο ποσοστό ατόμων που βλέπουν θετικά το γηροκομείο για τους γονείς τους -πάντα όμως υπό προϋποθέσεις- η κα Ζήση το αποδίδει στα ολοένα και περισσότερα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζουν οι ηλικιωμένοι καθώς αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής. «Το διάστημα της υγιούς ζωής έχει μια σημαντική πτώση. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε πολύπλοκα ζητήματα της σωματικής αλλά συχνά και της ψυχικής υγείας, είτε είναι νευρολογικής τάξεως είτε ψυχολογικής υφής ή πιθανά και συνδυασμός, με αποτέλεσμα η συνθετότητα αυτής της φροντίδας η οποία απαιτεί και νοσηλευτική και ιατρική φροντίδα να αποζητά κανείς ένα εξειδικευμένο περιβάλλον».
Ο 1 στους 2 δεν θα ήθελε να καταλήξει σε γηροκομείο
Ωστόσο, όταν ερωτηθούν οι ίδιοι οι ερωτηθέντες για τον εαυτό τους, εάν θα ήθελαν να διαβιούσανε σε γηροκομείο στην τρίτη τους ηλικία, το 52% απαντάει όχι ενώ το 42% είναι θετικό.
«Είναι μοιρασμένοι, νομίζω ότι οι άνθρωποι» εκτιμά η κα Μωραϊτου, καθώς «πλέον καταλαβαίνουν ότι αν δεν είμαστε υγιείς και αν αρχίζει και εμφανίζεται μια ανοϊκή κατάσταση έχει νόημα για να μην κάνουμε τη ζωή των παιδιών μας δυσκολότερη και των γύρω μας. Και στο ίδρυμα είναι οι άνθρωποι πολύ πιο εκπαιδευμένοι. Που ξέρει ένας απλός άνθρωπος πως πρέπει να φροντίσει έναν ηλικιωμένο με αλτσχάιμερ. Σιγά σιγά αλλάζει το μοντέλο» λέει.
Οίκοι ευγηρίας, με εξειδικευμένο περιβάλλον που να παρέχουν ουσιαστική φροντίδα δεν είναι διαθέσιμοι, σύμφωνα με τη κα Ζήση. «Αυτό σημαίνει ότι οίκοι ευγηρίας είναι παραδομένοι στο κέρδος και σε μία επιχειρηματική λογική. Άρα οι Έλληνες είναι δύσπιστοι σε αυτά και αυτό φαίνεται. Παρ’ ολα αυτά επειδή είναι σύνθετα τα προβλήματα λογικό είναι κανείς να αποζητά κανείς μια εξειδίκευση στη φροντίδα. Υπό αυτή την έννοια κάποιος είναι διατεθειμένος να απευθυνθεί σε έναν οίκο ευγηρίας».
Οι μισοί θα δέχονταν αρνητικά πρόταση των παιδιών τους για γηροκομείο
Ενώ οι μισοί (49%) -από 17 και άνω- θα δέχονταν αρνητικά/μάλλον αρνητικά μια πρόταση των παιδιών του να ζήσουν σε κάποια δομή, το 39% θα το αντιμετώπιζε θετικά εάν παρείχε καλή ποιότητα φροντίδας.
Ωστόσο, όταν διατυπωθούν τα δύο παραπάνω ερωτήματα στους άνω των 65, τα ποσοστά αλλάζουν σημαντικά. Το 72% δεν θα έθελε να μείνει σε γηροκομείο ενώ το 62% θα αντιδρούσε αρνητικά εάν του το πρότειναν τα παιδιά τους. «Αυτό σημαίνει ότι είναι δύσπιστοι είτε επειδή είχαν μια προηγούμενη εμπειρία σε κάποιο Κέντρο και να ήταν δυσαρεστημένοι» εξηγεί η κα Ζάση που θεωρεί βάσιμη αυτή την δυσπιστία. «Άρα έχουν μια εμπειρία από πρώτο χέρι που ενδυναμώνει αυτή την δυσπιστία απένατι σε όλες αυτές τις δομές» η οποία όπως υπογραμμίζει η καθηγήτρια «δεν έχουν μια νομική προστασία» με τις «περισσότερες από αυτές να λειτουργούν με τη λογική του κέρδους και της επιχείρησης».
«Έχουμε πολύ ισχυρές αυτές τις εικόνες από το γηροκομείο των Χανίων και από άλλες περιπτώσεις, όπου πραγματικά βρέθηκαν στην κόλαση οι περιθαλπόμενοι, είτε από απολύτως ακατάλληλες συνθήκες της περίθαλψης είτε από βίαιες συμπεριφορές των υποτιθεμένων φροντιστών είτε τον συνδυασμό είτε από απόλυτη μοναξιά» λέει η κα Ζήση.
Σχολιάζοντας η κα Μωραϊτου το ποσοστό των ηλικιωμένων που θα αντιδρούσαν σε πρόταση των παιδιών τους για μετακόμισή τους σε μια δομή, υπογραμμίζει πως «είναι άλλο να το επιλέξω εγώ και άλλο να μου το πει το παιδί μου. Είναι πιο βαρύ. Θεωρούν ίσως ότι να το πουν τα παιδιά είναι σαν τους λένε ότι “μου είσαι βάρος”, ενώ αν το αποφασίσουν μόνοι τους είναι κάτι άλλο. Καλά είναι να το αποφασίζει κάποιος μόνος του και πιο νωρίς, δηλαδή να μη φτάνει στο σημείο να το αποφασίζουν άλλοι γι΄ αυτόν, να μην αφήνεται το δίλημμα στα παιδιά».
Η επίκουρη καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο προσθέτει ότι στην Ελλάδα έχουμε κακή γνώμη για τους οίκους ευγηρίας, γιατί, όπως λεέι, οι περισσότεροι ήταν σαν νοσοκομεία που δεν φρόντιζαν πάρα πολύ τους ηλικιωμένους. «Τώρα υπάρχουν μοντέλα που είναι καλύτερα, αλλά πάλι απευθύνονται σε ηλικιωμένους που έχουν προβλήματα υγείας συνήθως, δίχως να υπάρχει στην Ελλάδα αυτό που υπάρχει στις ΗΠΑ που έχει κατασκευαστεί ένα χωριό με σπίτια πολυτελείας με φροντίδα, πισίνες κτλ στο οποίο θα μπορούσαν οι υγιείς ηλικιωμένοι να αγοράζουν ένα σπίτι να μένουν εκεί, αλλά να είναι αυτόνομοι».
«Δεν υπάρχει μια εθνική στρατηγική για την 3η και 4 ηλικία, όσον αφορά την φροντίδα με τη δημιουργία κλινών μακρόχρονης φροντίδας για ανθρώπους που το έχουν ανάγκη και ταυτόχρονα δεν έχουμε επένδυση του ΑΕΠ προς αυτή την κατεύθυνση» προσθέτει η κα Ζήση.
Οι μισοί Έλληνες συνομιλούν καθημερινά με ηλικιωμένους
Το 51% των ερωτηθέντων συναναστρέφεται με άτομα της Τρίτης Ηλικίας καθημερινά ή σχεδόν καθημερινά ενώ ένα 24% διατηρεί επίσης μια συχνή επαφή μαζί τους τουλάχιστον 2-3 φορές την εβδομάδα.
«Είναι όσοι έχουν γονείς. Είναι λογικό. Στην Ελλάδα συνταξιοδοτούνται στα 65, αλλά μπορεί να πάμε και σε πρότυπα Ιαπωνίας, να έχεις και έναν 75αρη διευθυντή στη δουλειά σου. Εκεί θα έχει αναγκαστικά πολύ περισσότερο επαφή με ηλικιωμένα ατομα απ΄ότι στο παρελθόν» λέει η κα Μωραϊτου.