Eπιχειρηματικότητα: Πώς μπορούν οι μετανάστες να προωθήσουν την ανάπτυξη;

Η δυνητική συμβολή των μεταναστών στην οικονομική ανάπτυξη των χωρών υποδοχής τέθηκε στο επίκεντρο της συζήτησης, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 1ου Συνεδρίου για την Δυναμική των Πληθυσμών και για την Οικονομική Ευημερία, στα Χανιά.  Συντονιστής της συζήτησης ήταν ο Mark Pearson, Αναπληρωτής Διευθυντής, της Διεύθυνσης Απασχόλησης, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων του ΟΟΣΑ.

Ο Jean-Christophe Dumont, Επικεφαλής του Τμήματος Διεθνούς Μετανάστευσης του ΟΟΣΑ, στην εισαγωγική του ομιλία αναφέρθηκε στη δυναμική της μετανάστευσης το 2023, σημειώνοντας ότι στις χώρες του ΟΟΣΑ το ποσοστό των μεταναστών αυξήθηκε από το 9% στο 11%. Υπογράμμισε τη θετική συμβολή των μεταναστών στην οικονομία των χωρών υποδοχής, αναφέροντας ότι συνεισφέρουν με καινοτόμες λύσεις και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, καθώς πολλοί εξ αυτών δραστηριοποιούνται στην επιχειρηματικότητα. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι μετανάστες, ειδικά οι υψηλής μόρφωσης, διαδραματίζουν έναν δυσανάλογα μεγάλο ρόλο στην καινοτομία. Υπογράμμισε τη σημασία των προγραμμάτων ενσωμάτωσης που προωθούν αρκετές χώρες του ΟΟΣΑ για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας. Ο ίδιος τόνισε ότι η συνεισφορά των μεταναστών δεν περιορίζεται στην κάλυψη κενών θέσεων εργασίας, αλλά επεκτείνεται και στη δημιουργία νέων ευκαιριών, με τη συμβολή τους στην ανάπτυξη νέων ιδεών και τεχνολογιών.

Η Εύη Δραμαλιώτη, Γενική Γραμματέας Συντονισμού, στην Προεδρία της Κυβέρνησης αναφέρθηκε στην κρίσιμη σημασία της ενσωμάτωσης των μεταναστών στην ελληνική οικονομία, τονίζοντας ότι το υπουργείο της έχει την εποπτεία των πολιτικών που αφορούν στη μετανάστευση. Σημείωσε ότι η κυβέρνηση έχει αναθεωρήσει την εθνική στρατηγική για τη μετανάστευση, προκειμένου να ενισχύσει την ενσωμάτωση του μεταναστευτικού δυναμικού. Η ίδια τόνισε ότι η ενσωμάτωση των μεταναστών δεν είναι μόνο μια κοινωνική υποχρέωση, αλλά και μια οικονομική αναγκαιότητα. Αναφερόμενη στις πολιτικές που έχουν ληφθεί, σημείωσε ότι η κυβέρνηση επιδιώκει να ενσωματωθούν ομαλά στην κοινωνία και την οικονομία.

Επιπλέον, ανέφερε την τρέχουσα αντιστροφή του φαινομένου του brain drain -που είχε εμφανιστεί κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης-, με υψηλής μόρφωσης Έλληνες να επιστρέφουν στην πατρίδα. Υπογράμμισε την προσπάθεια της κυβέρνησης να δώσει κίνητρα σε περισσότερους Έλληνες που έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό να επιστρέψουν και να συμβάλουν στην ανάπτυξη της χώρας.

Ο Ibrahim Awad, Καθηγητής Πρακτικής και Διευθυντής του Κέντρου Μελετών Μετανάστευσης και Προσφύγων στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο στο Κάιρο, τόνισε τη σημασία της ανάλυσης των χαρακτηριστικών των μεταναστών προτού αποφασιστεί η ένταξή τους στην επιχειρηματικότητα. Όπως ανέφερε, «δεν μπορούν όλοι οι μετανάστες να συμμετάσχουν στον επιχειρηματικό τομέα», και επομένως είναι απαραίτητο να «εντοπιστούν εκείνοι που διαθέτουν τις κατάλληλες δεξιότητες και προϋποθέσεις». Και συμπλήρωσε ότι «πρέπει να εξετάσουμε τις ανάγκες της εκάστοτε οικονομίας και να αναλύσουμε τη δομή της. Εξετάζοντας τη δυνατότητα ενσωμάτωσης των μεταναστών στο εργασιακό περιβάλλον της χώρας υποδοχής, μπορούμε να διαπιστώσουμε αν είναι εφικτή η συμβολή τους στην ανάπτυξη».

Επιπλέον, υπογράμμισε την ανάγκη προσαρμογής της συζήτησης γύρω από τη μετανάστευση, ειδικά σε χώρες που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού. «Αν η μετανάστευση είναι να λειτουργήσει ως απάντηση σε αυτή την πρόκληση, απαιτείται η αναμόρφωση του αφηγήματος γύρω από τη σημασία των μεταναστών», τόνισε.

Η Kristin Fabbe, chair in Business & Comparative Politics στη Σχολή Διακρατικής Διακυβέρνησης της Φλωρεντίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Ινστιτούτο (EUI), αναφέρθηκε στη θεμελιώδη σημασία της εκπαίδευσης για την επιτυχημένη παρουσία των μεταναστών στις χώρες υποδοχής. Όπως σημείωσε, χώρες όπως «η Ιταλία και η Ελλάδα δεν έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν ποιοι μετανάστες θα έρθουν», γεγονός που καθιστά αναγκαίο τον επανασχεδιασμό των πολιτικών ενσωμάτωσης. Τόνισε ότι τα πανεπιστήμια μπορούν να λειτουργήσουν ως εξαιρετικές «μηχανές ενσωμάτωσης για τους μετανάστες» και, μακροπρόθεσμα, να βελτιώσουν τη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Όπως είπε, η αλληλεπίδραση μεταξύ των παιδιών των μεταναστών και των ντόπιων μαθητών στα σχολεία προσφέρει ευκαιρία για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και της πολιτισμικής ανταλλαγής. Υπογράμμισε επίσης τη σημασία της δια βίου μάθησης, η οποία είναι κρίσιμη όχι μόνο για τους μετανάστες αλλά και για τον ντόπιο πληθυσμό.

Η Αλεξάνδρα Τραγάκη, Καθηγήτρια Οικονομικής Δημογραφίας στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου Αθηνών, επισήμανε τις προκλήσεις που συνδέονται με τη μετανάστευση στην Ελλάδα, αναγνωρίζοντας ότι –ως τώρα- δεν έχει παράσχει λύση σε οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα. Σύμφωνα με την ίδια, οι νόμοι και οι διαδικασίες που σχετίζονται με τη μετανάστευση συχνά δημιουργούν περιπλοκές, τις οποίες η χώρα δεν έχει καταφέρει να επιλύσει. Αναφερόμενη στο πολυπολιτισμικό πείραμα της Ελλάδας, υποστήριξε ότι έχει αποτύχει, καθώς η συμμετοχή των μεταναστών στην οικονομία περιορίζεται κυρίως σε τομείς της μικρής επιχειρηματικότητας, οι οποίοι δεν παρουσιάζουν στοιχεία καινοτομίας. «Αυτό λειτουργεί ως στρατηγική επιβίωσης για τους μετανάστες, χωρίς να προσφέρει προστιθέμενη αξία στη χώρα». Χαρακτήρισε μάλιστα την κατάσταση ως «lost-lost», όπου και οι μετανάστες και η ελληνική κοινωνία δεν αποκομίζουν οφέλη. Όπως είπε, ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την ενσωμάτωση των μεταναστών είναι η γλώσσα, η οποία αποτελεί συχνά τον κύριο φραγμό στην πρόσβαση σε ευκαιρίες εκπαίδευσης και απασχόλησης.

Η ίδια σημείωσε ότι οι μετανάστες δεύτερης γενιάς, οι οποίοι έχουν ολοκληρώσει το σχολείο στην Ελλάδα, είναι σε θέση να ενσωματωθούν πιο εύκολα στην κοινωνία και στην αγορά εργασίας. «Η εκπαίδευση ήταν ένα όχημα ενσωμάτωσης για τους μετανάστες», είπε.

Κατέληξε, λέγοντας ότι οι πολιτικές που θα ληφθούν ως προς το μεταναστευτικό πρέπει να είναι ισορροπημένες και στοιχειοθετημένες βάσει των αναγκών και των ιδιαιτεροτήτων της κάθε χώρας.